- νειαίρῃ
- νείαιραlowerfem dat sg (epic ionic)νείαιραlowerfem dat sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νειαίρη — νείαιρα lower fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νείαιρα — και νέαιρα και νεῑρα και νειρή και ιων. τ. νείαιρη, ἡ (Α) 1. ως επίθ. α) (συχνότατα με το ουσ. γαστήρ) το κάτω μέρος τής κοιλιάς («τὸν βάλε νείαιραν κατὰ γαστέρα», Ομ. Ιλ.) β) (για μέρος τού σώματος) τελευταίος («νείαιραν σάρκα», Νίκ.) 2. ως ουσ … Dictionary of Greek